- επικάρπιο
- το (Α ἐπικάρπιος, -ον)νεοελλ.το επικάρπιοβοτ. υμένας που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο.αρχ.1. (επίθ. τού Διός)αυτός που παράγει ή προστατεύει τους καρπούς, ο καρποδότης2. εποχή που παράγονται οι καρποί («ἐπικάρπιοι ὧραι», Άρατ.)3. αυτός που βρίσκεται πάνω στον καρπό τού χεριού («ἐπικάρπιοι ὄφεις» — βραχιόλια σε σχήμα φιδιών, Φιλόστρ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικάρπιονα) το κοτσάνι τού καρπούβ) (και νεοελλ.) το τμήμα τού χεριού κοντά στον καρπό.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπός + -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.